απριόρι

απριόρι
(a priori). Λατινική έκφραση (= εκ των προτέρων), διεθνώς πολιτογραφημένη ως φιλοσοφικός και γενικότερα θεωρητικός όρος. Ο όρος σημαίνει «ξεκινώντας από αυτό που υπάρχει πριν» και είναι αντίθετος του a posteriori («ξεκινώντας από αυτό που έρχεται μετά»). Στον Μεσαίωνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να ξεχωρίζει τον συλλογισμό που προχωρεί «από το γενικό προς το επιμέρους» (παραγωγικός συλλογισμός) από εκείνον που προχωρεί «από το επιμέρους προς το γενικό» (επαγωγικός συλλογισμός). Έτσι, o θεολόγος και φιλόσοφος Άνσελμος (1033-1109), στο σύγγραμμά του Προλόγιο, έδωσε μια α. απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ενώ ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274) χρησιμοποίησε αποδείξεις αποστεριόρι. Στη νεότερη φιλοσοφική σκέψη ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τον Καντ, με διαφορετική όμως σημασία. Σημαίνει δηλαδή τη γνώση που υπάρχει από την αρχή στη συνείδηση, γνώση που δεν οφείλεται στην εμπειρία, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στην καθαρή λογική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απριόρι — (λ. λατιν.), από τα πριν, χωρίς να παίρνεται υπόψη η εμπειρία: Οι απόψεις σου στηρίζονται σε συλλογισμούς απριόρι (αντίθ. αποστεριόρι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • αποστεριόρι — (λ. λατ.), από τα ύστερα (αντίθ. απριόρι): Πραγματική αξία έχουν μόνο οι συλλογισμοί αποστεριόρι (οι συλλογισμοί δηλ. που στηρίζονται στα δοσμένα της εμπειρίας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”